- λίμνασμα
- το (Μ λίμνασμα [λιμνάζω]νεοελλ.1. ακινησία, στασιμότητα νερού, τελμάτωση2. συνεκδ. στάσιμο νερό, τέναγος, τέλμα, έλος («τα λιμνάσματα τής πεδιάδας»)3. μτφ. αδράνεια, απραξία, έλλειψη δραστηριότηταςμσν.καθετί που βρίσκεται σε αφθονία, άφθονη μερίδα («λιμνάσματα ευεργετημάτων», Κ. Μανασσ.).
Dictionary of Greek. 2013.